Δευτέρα 3 Αυγούστου 2009


Θαμώνας ενός ουρανού ελαφρού όπου όλα
τα πράγματα βαραίνουν δυό φορές το βάρος τους
ενώ τεντώνεται από τ' άστρα ο λώρος
να κοπεί και χάνεσαι...
Κοιμήθηκα όπως μόνον μπορεί να κοιμηθεί κανείς
πάνω σ' ένα κρεβάτι που το ζέσταναν οι ράχες άλλων
βάδιζα λέει σε παραλία ερημική
όπου η σελήνη αιμορραγούσε και δεν άκουγες παρά
του άνεμου τα πατήματα πάνω στα σάπια ξύλα.
Ως το γόνατο μες στα νερά πήρα να φέγγω
από μέσα μου μεράκι αλλόκοτο
άνοιξα τα πόδια
σιγά σιγά τα σπλάχνα μου άρχισαν
μωβ κυανά πορτοκαλιά να πέφτουν
με στοργή σκύβοντας τα 'πλενα ένα ένα
προσεχτικά προπάντων στα σημεία που έβλεπα
να 'χουν αφήσει ουλές οι δαγκωνιές του Αόρατου.
Ώσπου τα μάζεψα όλα στην ποδιά μου
δίχως να βηματίσω προχωρούσα
φυσούσε η μουσική και μ' έσπρωχνε
κομμάτια θάλασσες εδώ - κομμάτια θάλασσες πιο πέρα.
Θε μου που πάει κανείς όταν δεν έχει μοίρα
που πάει κανείς όταν δεν έχει αστέρι
άδειος ο ουρανός άδειο το σώμα
και μόνο η πίκρα στρογγυλή γεμάτη
μες στη σελήνη τη μισή σαλεύοντας τ' αγκάθια της
ένας ακόμη που δε γίνεται ποτέ να πιάσεις
θηλυκός αχινός.
Επάνω κει ξύπνησα μες στο ξένο σπίτι•
πασπατεύοντας μέσα στα σκοτεινά το χέρι μου
πάνω στο ψαλιδάκι των νυχιών έβρισκε την αιχμή.
Λύση της συνεχείας του δέρματος