Αρπαχτηκα με λαχτάρα από το χέρι σου·
πασαλειμμένο ήταν με πολύχρωμες μπογιές, θαρρείς ζωγράφιζε ακόμα.
Έκαιγε. Άγγιξα το χέρι σου, πήρα φόρα και δύναμη, μπόρεσα να μιλήσω: —
Παππού αγαπημένε, είπα, δώσ' μου μια
προσταγή. Χαμογέλασε, απίθωσε το χέρι απάνω στο κεφάλι μου· δεν ήταν
χέρι, ήταν πολόχρωμη φωτιά. Ως τις ρίζες του μυαλού μου περεχύθηκε η
φλόγα. — Φτάσε όπου μπορείς, παιδί μου... Η φωνή του βαθιά, σκοτεινή,
σαν να 'βγαινε από το βαθύ λαρύγγι της γης. Έφτασε ως τις ρίζες του
μυαλού μου η φωνή του, μα η καρδιά μου δεν τινάχτηκε. — Παππού, φώναξα
τώρα πια δυνατά, δώσ' μου μια πιο δύσκολη, πιο κρητικιά προσταγή. Κι
όλομεμιας, ως να το πω, μια φλόγα σούριξε ξεσκίζοντας τον αέρα,
αφανίστηκε από τα μάτια μου ο αδάμαστος πρόγονος με τις περιπλεμένες
θυμαρόριζες στα μαλλιά του κι απόμεινε στην κορφή του Σινά μια φωνή
όρθια, γεμάτη προσταγή, κι ο αέρας έτρεμε: — Φτάσε όπου δεν μπορείς!
Πετάχτηκα τρομαγμένος από τον ύπνο· είχε πια ξημερώσει. Σηκώθηκα, ζύγωσα
στο παράθυρο, βγήκα στο μπαλκόνι με την καρπισμένη κληματαριά. Η βροχή
είχε τώρα κοπάσει, έλαμπαν οι πέτρες, γελούσαν. Τα φύλλα των δέντρων
ήταν φορτισμένα δάκρυα. — Φτάσε όπου δεν μπορείς! Aναφορά στο Γκρέκο
Ν. ΚΑΖΑΝΖΑΚΗΣ
Ν. ΚΑΖΑΝΖΑΚΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου